- ὑποδέχνυμαι
- ὑποδέχνυμαι, poet. for sq.,A
ὑποδέχνυσο Orph.A.83
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποδέχνυσο Orph.A.83
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδέχνυμαι — Α βλ. υποδέχομαι … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek